- περιεπτισμένως
- περιεπτισμένως, Adv., ([etym.] περιπτίσσω)A in a winnowed, clean style, metaph., of speech, Poll.6.150 (ante 146).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιεπτισμένως — in a winnowed indeclform (adverb) περϊεπτισμένως , περιπτίσσω strip off the husk perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεπτισμένως — Α επίρρ. μτφ. (για λόγο) ξεφλουδιστά, αφαιρώντας προσεκτικά τη φλούδα, δηλαδή με διαυγές ύφος, με καθαρό ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεπτισμένος τού περιπτίσσω] … Dictionary of Greek